- πολυγραφικός
- η , ό[ν]1) полиграфический; 2) ротаторный; гектографический
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
πολυγραφικός — ή, ό, Ν αυτός που αναφέρεται ή ανήκει στον πολυγράφο. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυγράφος. Η λ. μαρτυρείται από το 1892 στην εφημερίδα Εφημερίς] … Dictionary of Greek
πολυγραφικός — ή, ό αυτός που αναφέρεται στον πολυγράφο: Πολυγραφικό μηχάνημα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)